τηλεγραφώ

τηλεγραφώ
-έω, Ν [τηλέγραφος]
1. στέλνω τηλεγράφημα, παραδίδω κείμενο για να αποσταλεί τηλεγραφικά
2. διαβιβάζω μήνυμα με τον τηλέγραφο, χειρίζομαι τον τηλέγραφο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τηλεγραφώ — τηλεγραφώ, τηλεγράφησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τηλεγραφώ — τηλεγράφησα, τηλεγραφήθηκα 1. χειρίζομαι τηλεγραφική συσκευή. 2. συνεννοούμαι με τηλέγραφο. 3. πληροφορώ τηλεγραφικά: Μας τηλεγράφησε ότι έρχεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ραδιογραφώ — έω, Ν [ραδιογραφία] 1. ακτινογραφώ 2. τηλεγραφώ με ασύρματο τηλέγραφο, ραδιοτηλεγραφώ …   Dictionary of Greek

  • τηλεγραφητής — ο, θηλ. τηλεγραφήτρια, Ν υπάλληλος που διαβιβάζει και παίρνει τηλεγραφήματα με την τηλεγραφική συσκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλεγραφώ. Το αρσ. τηλεγραφητής μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος, ενώ το θηλ.,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”